- κοντοκρατώ
- -άω (Μ κοντοκρατῶ, -έω)σταματώ κάτι αιφνίδια, συγκρατώ, παρεμποδίζω, ανακόπτωμσν.(αμτβ.) συγκρατούμαι, διστάζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο)-* + κρατῶ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοντ(ο)- — (ΑM κοντ[ο] και κονδο ) α συνθετικό λέξεων που προέρχεται από το επίθ. κοντός / κονδός, ή, ό ή από το επίρρ. κοντά και δηλώνει ότι το β συνθετικό: 1. είναι κοντός, μικρός, βραχύς (πρβλ. κοντοβράκι, κοντόχειρ, κονδοήλικος, κονδόθριξ) 2. βρίσκεται… … Dictionary of Greek
κοντοκράτημα — το [κοντοκρατώ] 1. αναχαίτιση, σταμάτημα 2. μτφ. δισταγμός, αμφιβολία … Dictionary of Greek